Το talk of the town ταϊλανδέζικο στον Νέο Κόσμο, η Πάτι Σμιθ σε πρώτο πρόσωπο -Οι επιλογές της Κατερίνας Ι. Ανέστη

Τι μπορεί να ενώνει την αυτοβιογραφία της Πάτι Σμιθ, ένα ταϊλανδέζικο στον Νέο Κόσμο και ένα μεταξωτό μαντίλι από την Καβάλα; Το πείσμα να κάνεις τα πράγματα με τον δικό σου τρόπο. Να μη βιάζεσαι, να αφήνεις χώρο στη γεύση, στη μνήμη, στην αφή. Οι επιλογές.

Πάτι Σμιθ: Το ψωμί των αγγέλων και η τέχνη να ξανά-γεννάς τον εαυτό σου

Το «Bread of Angels», η νέα αυτοβιογραφία της Πάτι Σμιθ, δεν έχει την αυτάρεσκη αυτογνωσία της ύστερης αποτίμησης, ούτε την ανάγκη να βάλει τελεία. Είναι ένα βιβλίο που κινείται όπως και η ίδια η Πάτι Σμιθ: με άλματα, επιστροφές, παύσεις, μικρές εμμονές. Σαν να περπατάς δίπλα της χωρίς χάρτη. Σαν να σου μιλάει χαμηλόφωνα, όχι για να σε πείσει, αλλά για να συνεχίσει να ζει.

Στα 78 της, η Σμιθ γράφει επειδή εξακολουθεί να πιστεύει  σχεδόν θρησκευτικά  ότι η γραφή είναι πράξη ύπαρξης. Το Bread of Angels έρχεται μετά το εμβληματικό Just Kids και το πιο στοχαστικό M Train, και μοιάζει να ενώνει τα δύο: την αφήγηση της ζωής με την εσωτερική προσευχή. Είναι πιο εκτεταμένο, πιο απλωμένο στον χρόνο, πιο ευάλωτο. Και ταυτόχρονα πιο αποκαλυπτικό απ’ όσο φαίνεται.

Ξεκινά από την παιδική ηλικία, από ένα σώμα αδύναμο, συχνά άρρωστο, από ένα κορίτσι που νιώθει «λάθος» μέσα στον κόσμο. Η ίδια μιλά για το rebel hump -το μικρό καμπούριασμα του επαναστάτη, το ελάττωμα που δεν κρύβεται και που τελικά σε σπρώχνει μπροστά.

Η φωνή της εδώ είναι σχεδόν αρχαϊκή, επαναληπτική, με κάτι από ξόρκι. Δεν σε καθοδηγεί· σε υπνωτίζει. «Ήθελα να δημιουργώ», γράφει, «με τα δάχτυλά μου απλωμένα προς τα πλήκτρα, πριν καν μάθω τι σημαίνει τέχνη». Υπάρχει μια σχεδόν παιδική επιμονή στη δημιουργία, σαν ένστικτο επιβίωσης.

Και εδώ αρχίζει το υπόγειο πολιτικό σχόλιο του βιβλίου: η τέχνη όχι ως πολυτέλεια, αλλά ως σωσίβιο για όσους δεν χωρούν. Για τα κορίτσια που δεν είναι «όμορφα», για τα σώματα που δεν είναι «κανονικά», για τα παιδιά που δεν ανήκουν.

Η σύγκρουση με τη θρησκεία είναι αναπόφευκτη. Όταν της λένε ότι «δεν υπάρχει χώρος για την τέχνη στη bασιλεία του Χριστού», η απάντησή της είναι καθαρή: «Με συμβούλεψαν να σκεφτώ τι πραγματικά πιστεύω. Αλλά εγώ ήξερα τι πιστεύω». Η πίστη της δεν είναι μεταφυσική. Είναι δημιουργική. Και αυτό, για μια γυναίκα που μεγαλώνει στην Αμερική του ’50 και του ’60, είναι από μόνο του πράξη αντίστασης.

Το βιβλίο περνά  σχεδόν φευγαλέα  από τη Νέα Υόρκη των ’70s: τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, τον Σαμ Σέπαρντ, το CBGB, τη γέννηση ενός ήχου που θα ονομαστεί punk. Η Σμιθ δεν επιμένει. Δεν εξηγεί. Σαν να λέει: αυτή η ιστορία έχει ήδη παγώσει σε εικόνες. Δεν είναι πια δική μου. Και μετά αποσύρεται.

Η μεγάλη αποκάλυψη του Bread of Angels βρίσκεται αλλού: στο Μίσιγκαν. Στα χρόνια με τον Φρεντ “Sonic” Σμιθ. Μια ζωή μακριά από τη σκηνή, με παιδιά, πλύσιμο ρούχων, βιβλία από τη δημόσια βιβλιοθήκη, καφέ σε θερμός. Μια ζωή που, όπως γράφει, «μπορεί να φαινόταν ασήμαντη σε άλλους, αλλά για εμάς ήταν μια ολόκληρη ζωή».

Εδώ η φωνή της γίνεται πιο γυμνή. Δεν εξηγεί τις δυσκολίες, δεν τις κατονομάζει. «Η παρακμή του ήταν η τραγωδία της ζωής μου», γράφει για τον Φρεντ  και σταματά. Η σιωπή λειτουργεί πιο δυνατά από την εξομολόγηση. Είναι μια σπάνια, έντιμη στιγμή γραφής για τη συνύπαρξη, τη φθορά, την απώλεια. Για το τίμημα της αγάπης.

Μετά έρχονται οι θάνατοι, οι επιστροφές, οι φίλοι που την τραβούν ξανά στη ζωή: ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Μάικλ Στάιπ, ο Μπομπ Ντίλαν. Η στιγμή που τραγουδά μαζί του το Dark Eyes περιγράφεται όχι σαν μύθος, αλλά σαν ανθρώπινη επαφή: ιδρώτας, βλέμματα, δύο σώματα στο ίδιο μικρόφωνο.

«Για εκείνη τη στιγμή», γράφει, «ήμουν απλώς μια χήρα, κι εκείνος απλώς ένας άντρας». Το βιβλίο κλείνει με μια οικογενειακή αποκάλυψη που αναδιατάσσει όλη της τη ζωή, σχεδόν μεταφυσικά. Όχι ως σκάνδαλο, αλλά ως ήσυχη αναγνώριση ότι η ταυτότητα δεν είναι ποτέ σταθερή. Ότι γράφεται και ξαναγράφεται.

Το Bread of Angels δεν είναι βιβλίο για το punk. Είναι βιβλίο για τη διάρκεια. Για το πώς μια γυναίκα επιμένει να εξελίσσεται σε έναν κόσμο που απαιτεί από τις γυναίκες να «ολοκληρώνονται» νωρίς. Η Πάτι Σμιθ κάνει το πιο ριζοσπαστικό πράγμα: αρνείται το τέλος.

Bread of Angels της Patti Smith. Εκδόσεις Bloomsbury

Groovy Mango: Η Ταϊλάνδη στο πιάτο, χωρίς φίλτρα

Την πρώτη φορά που γεύεσαι την ταϊλανδέζικη κουζίνα ζεις μια μικρή αποκάλυψη. Σαν να ανακαλύπτεις ένα χρώμα που δεν ήξερες ότι υπάρχει, όπως έλεγε ο Μπουρντέν. Ένα καινούργιο κουτί με κραγιόνια. Όχι απλώς περισσότερη ένταση, αλλά άλλη χρωματική κλίμακα. Άλλη λογική. Άλλη ιδέα για το τι σημαίνει απόλαυση.

Αυτή η στιγμή -όχι η ανάμνησή της, αλλά η πραγματική της ένταση- είναι το στοίχημα του Groovy Mango στον Νέο Κόσμο. Και είναι ένα στοίχημα που δεν παίζεται εκ του ασφαλούς.

Η ταϊλανδέζικη κουζίνα, όταν είναι αληθινή, δεν χαρίζεται. Δεν προσπαθεί να γίνει ευχάριστη. Είναι καυτερή, όξινη, γλυκιά με τρόπο ειρωνικό, γεμάτη μυρωδιές που δεν ζητούν άδεια και υφές που επιμένουν. Δεν σε ρωτά αν είσαι έτοιμος. Σε βάζει μέσα. Το Groovy Mango δεν αποφεύγει αυτή την ουσία, δεν πηγαίνει γύρω από αυτήν αλλά κατευθείαν στην καρδιά της. Στην αυθεντική, τίμια, καθαρή ουσία και αλφάβητο των ταϋλανδέζικων πιάτων

Αλλά για να τα πάρουμε από την αρχή, το Groovy Mango δεν είναι προϊόν τάσης, αλλά φιλίας. Ο Γιώργος Mo και ο Αντώνης Λιώλης γνωρίζονται πάνω από είκοσι χρόνια. Ταξίδεψαν μαζί, έφαγαν μαζί, μαγείρεψαν ο ένας για τον άλλον πολύ πριν μοιραστούν επαγγελματικά κάτι.  

Ο Mo, με τη διαδρομή του στη μόδα και το συγκλονιστικό αρχείο του δημιουργιών που έχουν στο στόχαστρο μουσεία και επιμελητές μόδας, γνωστός από το Mo Vintage Athens. Ο Λιώλης, με χρόνια εμπειρίας στη φιλοξενία (Blue Bamboo, Circus, Τζουτζούκα ), ξέρει ότι ο χώρος που αξίζει δεν είναι αυτός που γεμίζει μία φορά, αλλά αυτός που αντέχει.

Μπαίνεις στο Groovy Mango και καταλαβαίνεις αμέσως ότι πρόκειται για δύο ανθρώπους που δεν αγαπούν την τάση, αλλά αυτό που βρίσκεται απέναντί της. Στον χώρο βλέπεις γυμνές τσιμεντένιες κολώνες, ψηλά ταβάνια, ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Κόκκινα φωτάκια και τίνσελ για τις γιορτές, που υπαινίσσονται τον εξωτισμό Η αίσθηση είναι κινηματογραφική με τον πιο ουσιαστικό τρόπο. Σαν σκηνή από το In the Mood for Love του Γουόνγκ Καρ-Βάι: όχι για την ιστορία, αλλά για το φως που πέφτει λοξά, για τη βραδύτητα, για εκείνη τη σιωπηλή ένταση όπου όλα συμβαίνουν ανάμεσα στις κινήσεις. Το φαγητό εδώ λειτουργεί ακριβώς έτσι.

Το μενού είναι σφικτό. Σχεδόν αυστηρό. Και αυτό είναι δήλωση πολιτισμική. Η ταϊλανδέζικη κουζίνα δεν αντέχει τον πληθωρισμό. Θέλει ακρίβεια. Θέλει χέρι που ξέρει πότε σταματά. Ξεκινάς με chicken satay και καταλαβαίνεις αμέσως πού βρίσκεσαι. Το κοτόπουλο είναι ζουμερό, με εκείνη τη λεπτή καπνιστή επίγευση που αναζητάς. Η σάλτσα φιστικιού είναι παχύρρευστη, γήινη, αλμυρή. Είναι εκεί για να σε βάλει σε τάξη. Σαν να σου λέει: εδώ δεν ήρθες για παρηγοριά. Σε κάθε μπουκιά νιώθεις ενθουσιασμό.

Τα spring rolls είναι τραγανά χωρίς περιττό λάδι· ακούς τον ήχο τους πριν σκεφτείς τη γεύση. Η mango salad είναι είναι αιχμηρή, ρωμαλέα, ένα παιχνίδι πρόκλησης με τους γευστικούς σου κάλυκες. Μάνγκο, λάιμ, τσίλι, καρύδα, γαρίδα: γλυκό, ξινό, καυτερό, όλα μαζί, χωρίς συμβιβασμό. Αυτό είναι το ταϊλανδέζικο σύμπαν: ένταση συνύπαρξης.

Το pad thai εδώ δεν έχει καμία σχέση με την παγκοσμιοποιημένη, εξημερωμένη εκδοχή του. Δεν είναι ζαχαρωμένο. Η ταμάρινδος κρατά το πικρόξινο βάθος της, τα ρυζομακάρονα έχουν υφή, το αυγό δένει χωρίς να βαραίνει, οι ξηροί καρποί αντιστέκονται. Είναι φαγητό δρόμου, όχι φαγητό βιτρίνας.

Τα κάρυ -κίτρινο, πράσινο- έχουν σώμα και διάρκεια. Η κάψα έχει ρυθμό. Τρως, ιδρώνεις ελαφρά, συνεχίζεις. Είναι μια εμπειρία που μοιάζει περισσότερο με περπάτημα σε άγνωστη πόλη παρά με δείπνο. Και τα κοκτέιλ δεν λειτουργούν ως διάλειμμα. Είναι συνέχεια της ίδιας αφήγησης. Το neo-negroni έχει πίκρα και σκελετό. Το Zombie είναι καθαρό και δυνατό, σου καίει τον ουρανίσκο. Η μουσική -80s και 90s, επιμελημένη από τους ίδιους- δίνει χρόνο στον χώρο, τα πόδια σου χορεύουν κάτω από το τραπέζι. Κάθε ώρα έχει άλλο τέμπο, άλλη πυκνότητα.

Το Groovy Mango απευθύνεται πρώτα σε ανθρώπους που θα επιστρέψουν. Όχι για την εμπειρία, αλλά για τη συνέπεια. Ανοίγει στις πέντε το απόγευμα και κλείνει γύρω στα μεσάνυχτα.  Σε μια πόλη που συχνά «μεταφράζει» τις ξένες κουζίνες μέχρι να χάσουν τη γλώσσα τους, το Groovy Mango κάνει κάτι ριζοσπαστικό: αρνείται τη μετάφραση. Και σου αφήνει την ευθύνη να αντέξεις την κάψα, να καταλάβεις το χρώμα, να δεις το καινούργιο κραγιόνι. Και αυτό, όπως θα έλεγε κι ο Μπουρντέν, είναι το μόνο που αξίζει πραγματικά να τρως.

info: Ηρακλέους 22, Νέος Κόσμος Τηλ. 210 9239915. Ανοιχτά καθημερινά εκτός Κυρ. από 17.00

Uncommon Ground: Ένα σύμβολο από μετάξι για το 2026

Το Uncommon Ground, το Lucky Silk Scarf του 2026 που παρουσιάζει η MANTILITY σε συνεργασία με την Ελένη Σημαντηράκη, κινείται γύρω από μια απλή παρατήρηση: οι σχέσεις, οι ταυτότητες και οι εμπειρίες διαμορφώνονται μέσα από επαφές. Από σημεία συνάντησης. Από στιγμές εγγύτητας που δεν χρειάζονται μεγάλες δηλώσεις.

Η εικονογραφία του μαντηλιού μοιάζει με χάρτη χωρίς κέντρο. Μορφές, αρχιτεκτονικά στοιχεία, ανθρώπινες χειρονομίες και χρώματα συνυπάρχουν σε μια ενιαία επιφάνεια, χωρίς ιεραρχία. Το βλέμμα κινείται ελεύθερα, επιστρέφει, σταματά σε λεπτομέρειες. Η εικόνα δεν εξαντλείται στην πρώτη ανάγνωση· παραμένει ανοιχτή στον χρόνο.

Την εικαστική γλώσσα του Uncommon Ground υπογράφει η Ελένη Σημαντηράκη, art director και εικονογράφος. Σπούδασε γραφικές τέχνες, έχοντας προηγουμένως εισαχθεί στη Συντήρηση Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης. Εργάστηκε για εννέα χρόνια στον χώρο της διαφήμισης και τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται ως ανεξάρτητη δημιουργός.

Στη δουλειά της, το concept προηγείται της εικόνας. Οι συνθέσεις της λειτουργούν αφηγηματικά, με έμφαση στη σύνδεση μορφών, χρωμάτων και χειρονομιών, δημιουργώντας εικόνες που διαβάζονται σε χρόνο.

Η Ελένη Σημανταράκη

Το μετάξι είναι 100% φυσικό, με υφή απαλή και πτώση που ακολουθεί το σώμα. Στη διάσταση 90×90, το μαντήλι απλώνεται σαν επιφάνεια αφήγησης· αλλάζει μορφή ανάλογα με τον τρόπο που φοριέται. Στα μικρότερα μεγέθη -70×70, 45×45 και 30×30- αποκτά πιο προσωπικό χαρακτήρα, λειτουργώντας ως διακριτικό στοιχείο καθημερινής χρήσης.

Σε όλες τις εκδοχές, η αίσθηση παραμένει σταθερή: ισορροπία, καθαρότητα, διάρκεια. Η παραγωγή του Uncommon Ground περιορίζεται σε 200 αριθμημένα κομμάτια ανά μέγεθος. Κάθε μαντήλι φέρει την αίσθηση ενός αντικειμένου που προορίζεται να παραμείνει στη ζωή του κατόχου του και να αποκτήσει χρήση και μνήμη με τον χρόνο.

Η MANTILITY ιδρύθηκε στην Καβάλα, μια πόλη με ισχυρή υλική και πολιτισμική μνήμη, και λειτουργεί ως ανεξάρτητο silk scarf gallery με έμφαση στη συνεργασία με σύγχρονους δημιουργούς. Πίσω από το εγχείρημα βρίσκεται η Βασιλική Ζαφειρία Υψηλάντη με σταθερό ενδιαφέρον για το μαντήλι ως αντικείμενο καθημερινής χρήσης και φορέα αφήγησης. Κάθε συλλογή προσεγγίζεται ως εικαστικό έργο σε μετάξι, με σαφή εννοιολογικό άξονα, περιορισμένη παραγωγή και έμφαση στη διάρκεια.

Η επιλογή της Καβάλας ως έδρας δεν λειτουργεί ως γεωγραφική δήλωση, αλλά ως φυσικό πλαίσιο για μια πρακτική που συνδυάζει χειροποίητη φροντίδα, σύγχρονη εικόνα και διεθνή συνομιλία.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε. ΑΠΟΔΟΧΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πολιτική Απορρήτου & Cookies