ον Τζέι Μπατατσάρια, καθηγητή του Στάνφορντ και πολέμιο των lockdown την περίοδο της πανδημίας, επέλεξε ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ως νέο επικεφαλής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH), τον μεγαλύτερο δημόσιο φορέα βιοϊατρικής έρευνας με προϋπολογισμό άνω των 47 δισ. δολαρίων το χρόνο.
Ο Μπατατσάρια έγινε ευρύτερα γνωστός τον Οκτώβριο του 2020, όταν δημοσίευσε μαζί με δύο άλλους ακαδημαϊκούς την αμφιλεγόμενη Διακήρυξη του Γκρέιτ Μπάριγκτον, η οποία τασσόταν κατά των lockdown και ζητούσε επιστροφή στην καθημερινότητα για όσους δεν διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο από τον πανδημικό κορονοϊό.
Πολυάριθμοι ειδικοί απέρριψαν τότε τη διακήρυξη ως καταστροφική.
Τα ΝΙΗ βρίσκονται εδώ και καιρό στο στόχαστρο του αμφιλεγόμενου Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, τον οποίο επέλεξε ο Τραμπ για το υπουργείο Υγείας και Ανθρώπινων Υπηρεσιών, στο οποίο υπάγονται τα NIΗ.
O Τζέι Μπατατσάρια είχε κατηγορήσει την αμερικανική κυβέρνηση ότι προσπαθούσε να τον φιμώσει (Rod Searcey / Stanford Health)
Ο διευθυντής των NIH επιβλέπει 27 ερευνητικά ινστιτούτα και κέντρα που πραγματοποιούν βασική έρευνα για μια μεγάλη γκάμα αντικειμένων, από τα εμβόλια μέχρι τις αναδυόμενες ασθένειες και την ανάπτυξη νέων φαρμάκων.
Λίγες ημέρες πριν προταθεί από τον Τραμπ ως υπουργός Υγείας, ο Ρόμπερτ Κένεντι, γνωστός για τις συνωμοσιολογικές θεωρίες του για τα εμβόλια και άλλα θέματα δημόσιας Υγείας, είχε δηλώσει ότι σκοπεύει να αντικαταστήσει 600 στελέχη των ΝΙΗ, τα οποία απασχολούν σχεδόν 20.000 άτομα.
Ο Κένεντι έχει δηλώσει ακόμα ότι σκοπεύει να αλλάξει τον προσανατολισμό των NIH από την αντιμετώπιση λοιμωδών νοσημάτων όπως η Covid-19 στις χρόνιες ασθένειες όπως ο διαβήτης.
Ο Μπατατσάρια, γιατρός και καθηγητής πολιτικής υγείας στο Στάνφορντ, είχε μηνύσει την αμερικανική κυβέρνηση μετά τη Διακήρυξη του Γκρέιτ Μπάριγκτον, κατηγορώντας την ότι πίεσε τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να λογοκρίνουν τις θέσεις του.
Είχε επίσης επικρίνει τους χειρισμούς του δρ. Άντονι Φάουτσι, επικεφαλής των προσπαθειών κατά της Covid-19 στην πρώτη θητεία Τραμπ. Ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί ζητούσαν από τον Τραμπ να απολύσει τον Φάουτσι, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει λόγω της νομοθεσίας που προστατεύει τους δημοσίους υπαλλήλους από απολύσεις με πολιτικά κίνητρα.
Στη δεύτερη θητεία του ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να καταργήσει αυτούς τους κανονισμούς.