Ο αμείλικτος Μάρτιν Παρ και η αλήθεια που δεν άντεχε η Βρετανία, ούτε η Ακρόπολη -Πέθανε ο φωτογράφος φαινόμενο

Ο Μάρτιν Παρ, ο πιο καυστικός και κοινωνικά διεισδυτικός φωτογράφος της σύγχρονης Ευρώπης, πέθανε στα 73 του. Με χρώματα σπρωγμένα στο όριο και μια αφοπλιστική αμεσότητα, κατέγραψε τις παθολογίες και τις εμμονές της βρετανικής καθημερινότητας και όχι μόνο.

Ο Μάρτιν Παρ, φωτογράφησε την άβολη, υπερφωτισμένη, συχνά κωμική πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, με τρόπο αποκαλυπτικό, κωμικό, αυθεντικό όμως, ρεαλιστικό ως το τελευταίο πίξελ. Για περισσότερο από μισό αιώνα, ο Παρ που πέθανε την Κυριακή σε ηλικία 73 ετών, υπήρξε ο πιο ακριβής καταγραφέας της βρετανικής κοινωνίας.

Όχι μέσα από τα μεγάλα γεγονότα, αλλά μέσα από τις μικρές λεπτομέρειες, εκεί δηλαδή όπου κρύβεται η αλήθεια μιας χώρας που παλεύει ανάμεσα στην παράδοση και στη γελοιοποίηση του εαυτού της.

Στα χέρια του γεννημένου στο Σάρρεϋ Παρ, οι κλασσικές ιπποδρομίες, τα θερινά φεστιβάλ και τα αγροτικά πανηγύρια μετατρέπονταν σε κοινωνικά πορτρέτα περισσότερο ακριβή από οποιαδήποτε ανάλυση πολιτικού αναλυτή. Εκεί που ο κόσμος έβλεπε κάτι φολκλόρ και ινσταγραμικά ορθόδοξο, ο Παρ έβλεπε τάξεις, επιθυμίες, συμπλέγματα, υπόγειες εντάσεις.

Η υπερκορεσμένη παλέτα του είχε μορφή κοινωνικής διάγνωσης. Υπερκορεσμένη επειδή χρησιμοποιούσε δυνατά φλας, έκανε εξαιρετικά κοντινά πλάνα, τα χρώματά του ήταν έντονα, ώστε η εικόνα να έχει κάτι το κωμικό.

Τα έργα του από τις βρετανικές ακτές, κυρίως η συλλογή «The Last Resort» -τα σώματα στο λευκό φως, τα πλαστικά σουβενίρ, οι λεκέδες του αντηλιακού, οι υπέρογκες μερίδες φαγητού- ανέδειξαν τη σχέση μιας χώρας με τον ελεύθερο χρόνο της, με την κατανάλωση, με τον δημόσιο χώρο.

Ο Παρ έκανε ορατό αυτό που συνήθως αποσιωπάται: το παράλογο που προκύπτει όταν μια κοινωνία χάνει τον έλεγχο της ίδιας της εικόνας της. Ήταν έφηβος όταν έβγαλε την πρώτη του φωτογραφία: τον πατέρα του σε ένα παγωμένο ρυάκι, στην καρδιά του χειμώνα. Ήξερε ήδη ότι θέλει να γίνει φωτογράφος, επηρεασμένος από τον παππού του που ασχολείτο με πάθος, ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία.

Αν και ταυτισμένος με τη Βρετανία, ο Παρ διέγνωσε με την ίδια ακρίβεια την αμερικανική υπερβολή. Στα ντάινερς -τα κλασικά αμερικάνικα εστιατόρια- της Νέας Υόρκης, φωτογραφίζοντας το φαγητό αποτύπωνε ουσιαστικά σύμβολα μιας κοινωνίας που μετρά τον εαυτό της με μερίδες και θερμίδες. Μια εύσωμη γυναίκα με ένα τεράστιο milkshake, μια γυαλιστερή επιφάνεια από λίπος: εικόνες που μετατρέπονταν σε πολιτικό σχόλιο χωρίς να χρειαστεί ούτε μία λέξη.

Στο Παρίσι, οι τουρίστες έγιναν για εκείνον κινούμενα τεκμήρια της παγκοσμιοποιημένης φαντασίωσης. Η ειρωνεία του ήταν πάντα διαυγής, ποτέ κυνική. Έβλεπε την κοινωνική συμπεριφορά ως τελετουργία και την φωτογράφιζε μελαγχολικά, με την επίγνωση ότι κατέγραφε το τέλος μιας εποχής.

Η Ακρόπολη στο βλέμμα του Παρ: ένα ελληνικό σύμπτωμα της παγκόσμιας μαζικής φαντασίωσης

Ανάμεσα στα χιλιάδες στιγμιότυπα που τράβηξε o Παρ στα ταξίδια και στα project του, ξεχωρίζει μια σειρά που αφορά άμεσα τη χώρα μας: οι φωτογραφίες της Ακρόπολης για το λεύκωμα Small World στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν τον ενδιέφερε το μνημείο ως σύμβολο της κλασικής ομορφιάς, αλλά το γεγονός ότι είχε γίνει το απόλυτο θέαμα της παγκόσμιας τουριστικής βιομηχανίας, ένα σημείο συνάντησης όχι με την Ιστορία, αλλά με τη μαζική κουλτούρα που την καταναλώνει.

Ο Παρ φωτογράφισε την Ακρόπολη όχι ως λίκνο πολιτισμού, αλλά σαν μία ακόμα στάση στο παγκόσμιο προσκύνημα των selfie, των τουριστικών γκρουπ, των ισοπεδωμένων εμπειριών. Ανάμεσα σε καπέλα, μπουκάλια νερού, αντηλιακά και αμέτρητα χέρια σηκωμένα στον αέρα, η Ακρόπολη εμφανίζεται στις εικόνες του σαν ένα τοπίο όπου η Ιστορία υποχωρεί για να χωρέσει την τουριστική πραγματικότητα.

Ο τρόπος που χειρίστηκε αυτές τις εικόνες έχει σήμερα μια σχεδόν προφητική διάσταση για την Ελλάδα: κατέγραψε τη στιγμή που το «ιερό» έγινε «καθημερινό», που το αρχαιολογικό σύμβολο μετατράπηκε σε εμπορικό προϊόν, και που ο τόπος μας, όπως και η Βρετανία του, βρέθηκε παγιδευμένος ανάμεσα στη μαζικότητα και στην επιθυμία να διατηρήσει την ταυτότητα του.

Η ιστορία των φωτογραφιών αυτών είναι εξίσου χαρακτηριστική με το περιεχόμενό τους. Τα αρνητικά υπέστησαν ζημιά από νερό και θεωρήθηκαν χαμένα για χρόνια: μια σχεδόν ποιητική ειρωνεία, σαν η ίδια η Ακρόπολη να αντιστεκόταν στο βλέμμα που την απογύμνωνε από τον μύθο. Όταν χρόνια αργότερα οι εκτυπώσεις εντοπίστηκαν, επανασκαναρίστηκαν και συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Acropolis Now (Phaidon), το αποτέλεσμα ήταν μια διπλή αποκάλυψη.

Από τη μία, έδειχνε έναν Παρ πιστό στη μεθοδολογία του: φωτογραφίζοντας όχι τα μνημεία αλλά τους τρόπους με τους οποίους τα κοιτάμε. Από την άλλη, υποχρέωνε την Ελλάδα να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη μιας διεθνούς φωτογραφικής ματιάς που ποτέ δεν κολάκευε: μια χώρα σε διαρκή διαπραγμάτευση ανάμεσα στο βαρύ της παρελθόν και την οικονομία του τουρισμού που το εμπορεύεται.

Οι φωτογραφίες αυτές, άλλωστε, κρατούν μια αλήθεια που δύσκολα παραδεχόμαστε: ότι η εικόνα της Ακρόπολης δεν ανήκει πια αποκλειστικά σε μας, αλλά σε ένα παγκόσμιο σύστημα συμβόλων που αναπαράγεται και αλλοιώνεται συνεχώς. Ο Παρ το είδε αυτό νωρίς,  και το κατέγραψε με την αφοπλιστική σαφήνεια που τον έκανε μοναδικό.

Ο Παρ και η πολιτική της λεπτομέρειας

Η μέθοδός του ήταν απλή, σχεδόν βίαιη: κοντινή απόσταση, έντονο φως, αδυσώπητη ειλικρίνεια. Αυτό που κάποιοι θεώρησαν υπερβολή ήταν στην πραγματικότητα πολιτική. Ο Παρ χρησιμοποίησε τη φωτογραφία όχι για να εξωραΐσει, αλλά για να αποκαλύψει. Και αυτή ήτνα μια επιμονή που συχνά ενόχλησε τους θεματοφύλακες του «καλού γούστου» στη Βρετανία.

Στις φωτογραφίες του βλέπει κανείς μια χώρα κουρασμένη, συχνά χαμένη ανάμεσα στη νοσταλγία και στη φθορά αλλά και μια Ευρώπη που άλλαζε ταυτότητα πιο γρήγορα από όσο μπορούσε να καταγραφεί. Το έργο του λειτουργεί σαν ένας άτυπος κοινωνικός οδοστρωτήρας: περνά πάνω από τα στερεότυπα και αφήνει πίσω του μόνο γυμνή πραγματικότητα.

Με περισσότερα από 100 βιβλία και μια ανυπολόγιστη οπτική κληρονομιά, ο Παρ έχτισε ένα αρχείο πρωτίστως ιστορικό δευτερευόντως καλλιτεχνικό. Η ίδρυση του Martin Parr Foundation στο Μπρίστολ επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να διαφυλάξει μια συγκεκριμένη παράδοση της βρετανικής φωτογραφίας ντοκουμέντο: άμεση, ειρωνική, κοινωνικά άβολη, βαθιά δημοκρατική.

Παρά την τεράστια επιρροή του, παρέμεινε σχεδόν προκλητικά ταπεινός. «Οι άνθρωποι παίρνουν τη δουλειά μου στα σοβαρά κι εγώ πληρώνομαι για το χόμπι μου», είχε πει κάποτε. Δεν το εννοούσε ως αστείο, το έλεγε σαν κάποιος που ξέρει πολύ καλά ότι η πραγματική αξία της τέχνης του βρίσκεται στο ότι ποτέ δεν προσπάθησε να κρύψει τίποτα.

Η περιπέτεια με το Magnum: από την απόρριψη στην προεδρία

Παρά την αδιαμφισβήτητη οξυδέρκεια του βλέμματός του, ο Παρ δεν έγινε αμέσως αποδεκτός από το Magnum Photos, τον οργανισμό-μύθο του παγκόσμιου φωτορεπορτάζ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν υπέβαλε τα πρώτα του portfolio, κάποια από τα ιστορικά μέλη τον απέρριψαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Το ύφος του θεωρήθηκε τότε «αντι-ντοκιμαντερίστικο», σχεδόν βέβηλο απέναντι στην παράδοση του Cartier-Bresson και της «decisive moment» αισθητικής του -το κλικ της καθοριστικής στιγμής. Για ορισμένους, ήταν υπερβολικά ποπ, υπερβολικά άβολος, υπερβολικά μοντέρνος.

Όμως η κοινωνική πραγματικότητα άλλαζε πιο γρήγορα από τους θεσμούς. Και ο Παρ, με την επίμονη τεκμηρίωση μιας Ευρώπης που βυθιζόταν στη μαζική κουλτούρα και την κατανάλωση, έδειξε τελικά ότι η εποχή χρειαζόταν τη δική του γλώσσα. Εντάχθηκε στο Magnum το 1988, προκαλώντας τότε εσωτερική θύελλα· λίγα χρόνια αργότερα, η ίδια η συλλογικότητα που αρχικά τον απέρριψε τον εξέλεξε πρόεδρό της. Ήταν η πιο καθαρή επιβεβαίωση ότι ο Παρ είχε αλλάξει το φωτογραφικό κατεστημένο.

Το βλέμμα που μένει

Ο θάνατός του αφήνει ένα κενό που δεν αφορά μόνο τη φωτογραφία αλλά την κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας. Ο Παρ κατέγραψε τη Βρετανία σε όλες τις αντιφάσεις της: ταχυφαγεία και βασιλικά γεγονότα, μπιμπελό και πολιτικές κρίσεις, τουρισμό και παρακμή. Μέσα από χρώμα και φλας, απέδειξε ότι ο κόσμος αποκαλύπτεται όχι στα μνημεία του αλλά στις χειρονομίες των ανθρώπων.

Η κληρονομιά του είναι αισθητική αλλά πρωτίστως πολιτική. Είναι η βεβαιότητα ότι η πραγματικότητα, όταν την κοιτάξεις αρκετά κοντά, μιλά μόνη της.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε. ΑΠΟΔΟΧΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πολιτική Απορρήτου & Cookies