Η περιορισμένη κατανάλωση ζάχαρης κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων στην ενήλικη ζωή, σύμφωνα με νέα ανάλυση των ιατρικών φακέλων ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν και μετά το τέλος του περιορισμού της ζάχαρης στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1953.
Οπως μεταδίδουν οι Financial Times, η συχνότητα εμφάνισης διαφόρων καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή προσβολή και καρδιακή ανεπάρκεια, μειώθηκε κατά πάνω από 20% σε άτομα που είχαν ζήσει με το σύστημα δελτίων διανομής κατά τη διάρκεια της κύησης και της βρεφικής ηλικίας, σε σύγκριση με μια ελαφρώς νεότερη ομάδα ατόμων που γεννήθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση της διανομής ζάχαρης στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μια διεθνής ερευνητική ομάδα από πανεπιστήμια της Κίνας και της Ευρώπης ανέλυσε τα δεδομένα υγείας 63.000 συμμετεχόντων στη μελέτη UK Biobank που γεννήθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 1951 και Μαρτίου 1956.
Σύμφωνα με το σύστημα δελτίων το οποίο εισήχθη το 1940 κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η μερίδα του καθενός ήταν 8 ουγγιές την εβδομάδα (περίπου 32 γραμμάρια την ημέρα). Η μέση κατανάλωση ζάχαρης διπλασιάστηκε μέσα σε έναν χρόνο από τη λήξη του συστήματος δελτίων τον Σεπτέμβριο του 1953.
Τα αποτελέσματα αυτού του «φυσικού πειράματος», που δημοσιεύτηκαν στο ιατρικό περιοδικό BMJ, «υπογραμμίζουν τα καρδιακά οφέλη των πολιτικών που εστιάζουν στον περιορισμό της ζάχαρης κατά τις πρώτες χίλιες ημέρες μετά τη σύλληψη», έγραψαν οι συγγραφείς.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι οι έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες στις ΗΠΑ καταναλώνουν σήμερα πάνω από 80 γραμμάρια προστιθέμενης ζάχαρης την ημέρα – ποσότητα τριπλάσια από τη συνιστώμενη – «προκαλώντας ανησυχίες για την πιθανή έκθεση του εμβρύου σε ένα επιβλαβές περιβάλλον».
Η νέα μελέτη βασίζεται σε προηγούμενη έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ και δημοσιεύθηκε πριν από ένα χρόνο στο περιοδικό Science, η οποία διαπίστωσε ότι ο περιορισμός της ζάχαρης στην πρώιμη παιδική ηλικία στο Ηνωμένο Βασίλειο μείωσε τον κίνδυνο διαβήτη στην ενήλικη ζωή κατά 35% και τον κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση κατά 20%.
