Δίκη Χρυσής Αυγής: «Μοναδικό κριτήριο για τις επιθέσεις ήταν το φυλετικό μίσος και το ρατσιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο»
Ο τρόπος με τον οποίο η εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή οργάνωνε τις βίαιες επιθέσεις της βρέθηκε στο επίκεντρο της αγόρευσης της εισαγγελέως, η οποία για δεύτερη ημέρα ανέπτυξε την πρότασή της ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου της Αθήνας, στη δίκη σε δεύτερο βαθμό των 42 κατηγορουμένων.
Στο εδώλιο βρέθηκε και πάλι σήμερα μόνο ο Ιωάννης Λαγός, καθώς οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι επέλεξαν να απουσιάζουν και να μην ακούσουν την εισαγγελική λειτουργό να αναπτύσσει την πρότασή της στο σκέλος που αφορά τις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής.
«Η βία ήταν η δύναμη της Χρυσής Αυγής», είπε η εισαγγελέας της έδρας, Κυριακή Στεφανάτου, η οποία αναφέρθηκε αναλυτικά στην επίθεση κατά των Αιγυπτίων αλιεργατών τον Ιούνιο του 2012. Εξέφρασε τη θέση ότι ο Ιωάννης Λαγός ήταν εκείνος που τους στοχοποίησε, καθώς είχε δώσει το έναυσμα σε ομιλία του, κατά την οποία είπε πως οι μετανάστες θα δίνουν λογαριασμό στη Χρυσή Αυγή και στον ελληνικό λαό. «Λίγες ώρες μετά την ομιλία Λαγού, οι κατηγορούμενοι συγκεντρώθηκαν, ενώθηκαν, οργανώθηκαν και συγκρότησαν ομάδα δεκαπέντε ατόμων, η οποία κατευθύνθηκε στο σπίτι των Αιγυπτίων ψαράδων», είπε, σημειώνοντας πως οι δράστες έκαναν γνωστή την ταυτότητά τους.
«Το έκαναν για να δείχνουν τη δύναμη της Χρυσής Αυγής, που δεν ήταν άλλη από τη βία. Δεν κρύβονταν οι δράστες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η εισαγγελέας έκανε λόγο για σκληρή υπερασπιστική γραμμή, διαπιστώνοντας πως αποτελεί κοινή στάση των κατηγορουμένων η σταθερή άρνηση όλων των στοιχείων, καθώς «ευελπιστούν ότι το δικαστήριό σας δεν θα έχει διαβάσει την εκκαλουμένη των δώδεκα χιλιάδων σελίδων. Είναι η επιτομή της στρεψοδικίας». «Είναι η απόδειξη γιατί αυτή η δίκη δεν έχει ολοκληρωθεί δώδεκα χρόνια μετά. Δεν υπάρχει στέρεο έδαφος δικανικής πεποίθησης. Αρνούνται τα πάντα», ανέφερε, με τον Ιωάννη Λαγό να αντιδρά.
Η εισαγγελέας, η οποία υπογράμμισε πως στη Χρυσή Αυγή στρατολογούνταν ακόμη και ανήλικοι, τόνισε ότι οι Αιγύπτιοι μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τους κατηγορούμενους, καθώς ο φωτισμός τούς το επέτρεπε.
Αναφερόμενη στο modus operandi της επίθεσης, υποστήριξε ότι έχει τα ίδια ρατσιστικά χαρακτηριστικά όπως και άλλες επιθέσεις της Χρυσής Αυγής. «Πρόκειται για πολυπρόσωπη επίθεση, όπου ο αριθμός των δραστών είναι υπέρτερος αυτού των θυμάτων. Φέρουν χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής, είναι εξοπλισμένοι με όπλα, όπως ρόπαλα και πυροσβεστήρα, απαντούν στο παράγγελμα “πάμε”, δρουν γρήγορα και, κυρίως, δηλώνουν την ταυτότητά τους. Η Χρυσή Αυγή, κατά τη συνήθη πρακτική της, συγκάλυψε τους δράστες», είπε και πρόσθεσε: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Χρυσή Αυγή οργάνωσε την επίθεση, την επιδοκίμασε, αλλιώς ο κατηγορούμενος Πανταζής δεν θα είχε επιτεθεί και κατά μελών του ΠΑΜΕ. Έμεινε ατιμώρητος μετά τις επιθέσεις και ανέβαινε ιεραρχικά, και αυτό όπλισε το χέρι του Γ. Ρουπακιά. Κατάλαβε ο Γ. Ρουπακιάς ότι όσο λιγότερες αναστολές έχεις, τόσο ανεβαίνεις στην ιεραρχία. Γιατί να μην κατέβει υποψήφιος κι αυτός στις επόμενες εκλογές; Τι του έλειπε;».
Η εισαγγελική λειτουργός αναφέρθηκε αναλυτικά στις επιθέσεις μελών της Χρυσής Αυγής στο ΠΑΜΕ, σε παζάρια και λαϊκές αγορές, σε αλλοδαπούς μικροπωλητές και σε χώρους προσευχής, τονίζοντας πως «επιβραβεύτηκαν οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων», καθώς στη συνέχεια ήταν υποψήφιοι στις εκλογές. Για την εισαγγελέα, μοναδικό κριτήριο των επιθέσεων ήταν «το φυλετικό μίσος και το ρατσιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο».
Το «ρατσιστικό μίσος» ήταν, κατά την εισαγγελέα, και ο λόγος της δολοφονίας του «τραγικού Λουκμάν, που δεν τους έδωσε καμία αφορμή», στα Πετράλωνα το 2014. Η εισαγγελέας μίλησε για «άγρια και αποτρόπαια» δολοφονία με ρατσιστικά κίνητρα.
«Οι δύο δράστες του εγκλήματος, άνευ λόγου και αιτίας και χωρίς να προκαλέσει αυτός, του επιτέθηκαν με στιλέτο τύπου πεταλούδα», προκαλώντας «ατρακτοειδές τραύμα, όπως στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα», είπε, σημειώνοντας πως «η ενέργειά τους δεν ήταν τυχαία, αλλά στο πλαίσιο δράσης της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία είχε ως κυρίαρχη και απόλυτη την ιδέα της φυλής, την ιδέα του αίματος. Κινούμενοι από φυλετικό μίσος, περιδιάβαιναν στο κέντρο της Αθήνας κυνηγώντας μετανάστες και συμμορφούμενοι στις παροτρύνσεις του αρχηγού και υψηλόβαθμων μελών της οργάνωσης, βουλευτών και άλλων», υπενθυμίζοντας πως ακόμη και στη Βουλή είχαν κάνει λόγο για «υπανθρώπους».
«Το κίνητρό τους ήταν το φυλετικό μίσος. Χωρίς κανέναν λόγο και αιτία, απέναντι σε έναν μόνο, άοπλο μετανάστη, διέπραξαν το έγκλημα ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Κυκλοφορούσαν στην Αθήνα χωρίς πινακίδες, ψάχνοντας να πραγματώσουν το ζητούμενο της Χρυσής Αυγής, να στραφούν σε βάρος μεταναστών», τόνισε.
Μιλώντας γενικότερα για τις επιθέσεις των κατηγορουμένων, η εισαγγελέας είπε πως «όταν εμφανίζονταν, τρομοκρατούσαν τον κόσμο», ενώ πρόσθεσε ότι «η βία είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους».
«Οι κατηγορούμενοι ήταν περήφανοι για τα κατορθώματά τους, καθώς τα θύματά τους, στη θέα τους, έτρεχαν σαν τους λαγούς…», ανέφερε χαρακτηριστικά και εκτίμησε πως «η ανάμειξη των μελών της Χρυσής Αυγής σε επιθέσεις είναι μεγαλύτερη», καθώς διαπίστωσε ότι είχαν «συγκεκριμένη μεθοδολογία, τρόπο δράσης και εμφάνιση». Σημείωσε ακόμη ότι σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα δεν προχωρούσαν σε καταγγελίες σε βάρος μελών της Χρυσής Αυγής, καθώς δεν διέθεταν άδεια παραμονής.
«Οι δράστες χρησιμοποιούσαν τους θεσμούς της Δημοκρατίας ως εργαλεία για να πετύχουν τους σκοπούς τους», ανέφερε η εισαγγελέας, προσθέτοντας πως δεν ήταν λίγες οι φορές που στρέφονταν και δικαστικά κατά των θυμάτων τους, αλλά και εκείνων που αντιδρούσαν.
«Μετά το 2013, μετά τη σύλληψη της Χρυσής Αυγής, μειώθηκαν πάρα πολύ οι επιθέσεις», υπογράμμισε η εισαγγελική λειτουργός, η οποία έκανε αναφορά και στην εμπλοκή αστυνομικών στην εγκληματική οργάνωση, σημειώνοντας ότι «ένας μικρός αριθμός αστυνομικών συνέδραμε ή ανεχόταν τις ενέργειες της Χρυσής Αυγής». «Βέβαια, μετά από έρευνα που διεξήχθη, μόνο δέκα αποδείχθηκε ότι είχαν σχέση με τη Χρυσή Αυγή», τόνισε.
