Θύμα ή θύτης; Η Έντα Γκάμπλερ, οι Ελληνίδες που την ενσάρκωσαν – Ο χαρακτήρας που συνεχίζει να διχάζει
Τι είναι η Έντα Γκάμπλερ; Τέρας ή θύμα; Καταστροφέας ή καταδικασμένη; Η ομορφιά του Ibsen είναι πως δεν επιβάλλει απάντηση. Κάθε νέα παράσταση της παρακαλεί να επανεξετάσουμε την ηρωίδα, υπό το πρίσμα του κόσμου μας.
Η Έντα Γκάμπλερ είναι ίσως η πιο πολυσυζητημένη ηρωίδα του Henrik Ibsen – ήρωας και αντί-ήρωας ταυτόχρονα, μια μορφή που μέχρι σήμερα διχάζει κοινό και κριτικούς. Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται μια γυναίκα που επιστρέφει από το μήνα του μέλιτος, παντρεύεται έναν καθηγητή που δεν την καταλαβαίνει και βρίσκει τον εαυτό της παγιδευμένο σε μια ζωή που δεν επέλεξε, στην οποία δεν βρίσκει νόημα, δεν βρίσκει χαρά και δεν βρίσκει διέξοδο. Σαν να βλέπουμε όχι απλώς μια προβληματική συναισθηματικά ηρωίδα, αλλά ένα σχόλιο για την κοινωνία που την ορίζει.
Ήταν κόρη ενός στρατηγού – το επώνυμό της «Γκάμπλερ» δεν είναι απλώς επώνυμο, είναι δήλωση ταυτότητας. Ο Ibsen ο ίδιος έγραφε ότι επέλεξε το όνομα της ηρωίδας ως ένδειξη ότι «η Έντα, ως προσωπικότητα, πρέπει να θεωρείται μάλλον κόρη του πατέρα της παρά σύζυγος του άντρα της».
«Δεν έχω λόγο να είμαι ευτυχισμένη»
Αυτή η λεπτομέρεια μεταφέρει ένα υποδόριο μήνυμα: η ηρωίδα δεν θα υποταχθεί εύκολα στην πατριαρχική συμβατικότητα. Ωστόσο, η πραγματικότητα που μπροστά της ανοίγεται δεν της επιτρέπει να πράξει ελεύθερα. Βιώνει την απόλυτη παγίδα: καθεστώς γάμου χωρίς έρωτα, κοινωνικό status δίχως ελευθερία και μια ψυχή που φλέγεται μέσα στο «δεν έχω λόγο να είμαι ευτυχισμένη».
Το έργο ξεκινά με αυτήν τη δήλωση: «Δεν ξέρω κανέναν λόγο για να είμαι ευτυχισμένη». Και μέσα από τη σειρά των γεγονότων – η επιστροφή του πρώην της, η άφιξη της φίλης της, τα σχέδιά της να κάμψει τις ζωές των άλλων – εκτυλίσσεται σαν ένα δράμα αλλόκοτο και υποδόριο.
Η Έντα δεν είναι απλώς θύμα· δεν είναι απλώς θύτης. Πυροβολεί για την «ευχαρίστησή της», καίει χειρόγραφα, παίζει με ζωές. Ο Ibsen την τοποθετεί ως μια γυναίκα που τολμά να εξεγερθεί – αλλά την εξέγερσή της δεν τη βλέπουμε ως ηρωική. Την βλέπουμε ως καταστροφική. Και ίσως γι’ αυτό να μας αγγίζει τόσο βαθιά.
Η διχαστική της ταυτότητα – τέρας ή θύμα; – είναι ακριβώς αυτό που καθιστά το έργο ακόμη τόσο ζωντανό. Είναι θύμα ενός συστήματος που την εμποδίζει να υπάρξει πραγματικά και ταυτόχρονα ενεργεί ως θύτης, γιατί επιλέγει την καταστροφή με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν κυνικός. Oι άνδρες που την αγαπούν ή την επιθυμούν – ο σύζυγός της, ο πρώην της, ο κριτής που τη μαυρίζει – όλοι τους τη θέτουν σε ρόλους, τη βλέπουν ως «θηλυκή» με τον τρόπο της εποχής: παθητική, ευαίσθητη, μη-προκλητική.
Όταν η Έντα παραβιάζει αυτούς τους κώδικες – όταν δηλώνει πως δεν θέλει να γίνει μητέρα, ή όταν πυροβολεί από βαρεμάρα – το κοινωνικό καθρέφτισμα δεν ξέρει τι να την κάνει: δεν είναι ανθρώπινη, λένε κάποιοι. Το αφιέρωμα του BBC παρατηρεί πως οι άνδρες κριτικοί την αντιμετώπισαν ως «ζώο» επειδή δεν μπορούσαν να καταλάβουν μια γυναίκα έξω από το κυρίαρχο πρότυπο. Και αυτή η αντίδραση ενισχύει το νόημα της – πως η Έντα αντιστέκεται χωρίς πραγματικά να βρίσκει διέξοδο.
Η ελληνική σκηνή δεν έμεινε αδιάφορη στο κάλεσμα της Έντα. Στην Ελλάδα, η παράσταση του 2004 από το Το Εθνικό Θέατρο στην Κάππα Θέατρο είχε για πρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Η παράσταση του 2025 στο Θέατρο Προσκήνιο είχε την Ανθή Ευστρατιάδου στον ρόλο της Έντα. Επίσης η μεγάλη μορφή της ελληνικής σκηνής Αντιγόνη Βαλάκου είχε ενσαρκώσει την Έντα ως μία από τις πολλές σημαντικές της ερμηνείες.
Η παρουσίαση της Έντα στην ελληνική θεατρική παράδοση αναδεικνύει πόσο διεθνής και διαχρονική είναι η μορφή της αλλά και πόσο κάθε εκδοχή της ηρωίδας φέρει διαφορετικό βλέμμα: ελληνικό, ευρωπαϊκό, σύγχρονο, περισυλλεκτικό.
Καθεμία από αυτές τις ερμηνείες πάγωσε μια στιγμή του συμβάντος: η Έντα στην Αθήνα δεν είναι η ίδια Έντα στο Όσλο ή στο Λονδίνο. Η ελληνική της εκδοχή συχνά τονίζει την πίεση της κοινωνίας, τον ρόλο της «καλής συζύγου», την ανάγκη για «καλή εμφάνιση», την παγίδα της αστικής ζωής της εποχής. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Έντα γίνεται καθρέφτης της ελληνικής γυναίκας-της-εποχής: ένα δίλημμα ανάμεσα στην ασφάλεια του ρόλου και τη λαχτάρα της ελευθερίας.
Κι όμως, η Έντα συνεχίζει και παραμένει αινιγματική. Γιατί δεν τη μισούμε απόλυτα, ούτε την αγαπάμε τυφλά. Κι αυτό κάνει το ρόλο της «ένα από τα μεγαλύτερα που έχουν γραφτεί για γυναίκα». Ο «γυναικείος Άμλετ» όπως την αποκαλούν, λόγω της εσωτερικής της αναζήτησης, της μελαγχολίας, της αδυναμίας να δράσει χωρίς τον πόνο, χωρίς την αναμονή.
Το ερώτημα δεν είναι απλώς «τι θα κάνει;» αλλά «τι ανέχεται;» και «ποιος θα επιτρέψει να υπάρξει;». Στο τέλος, όταν επιλέγει την αυτοκτονία, ως πράξη δύναμης ή απελπισίας, ως απόδειξη πως δεν θα γίνει αντικείμενο, δεν θα γίνει σύζυγος χωρίς θέληση, είναι μια στιγμή που αφήνει ανεξίτηλο σημάδι: η επιλογή του τέλους γίνεται επίσης πράξη ελευθερίας.
Η σύγκρουση μέσα της ανάμεσα στην επιθυμία για δύναμη, στο αίσθημα ματαιότητας, στην ανάγκη εξέλιξης και στην επιδρομή του κενού αξίζει να μας προβληματίσει. Η Έντα δεν θέλει να γίνει «καλή μητέρα», δεν θέλει να γίνει «καλή γυναίκα», δεν θέλει να υποταχθεί σε ρόλους που της φορέθηκαν.
Και αυτό την καθιστά τρομακτική για το πατριαρχικό σύστημα που βλέπει τέτοιες γυναίκες ως παράγωγα. Εκείνη όμως βλέπει όλους τους γύρω της να παίζουν ρόλους: «όλοι υποκρίνονται», λέει. Και η ίδια είναι η πιο έμπειρη υποκριτής όλων.
Άρα, τι είναι η Έντα Γκάμπλερ; Τέρας ή θύμα; Καταστροφέας ή καταδικασμένη; Η ομορφιά του Ibsen είναι πως δεν επιβάλλει απάντηση. Κάθε νέα παράσταση της παρακαλεί να επανεξετάσουμε την ηρωίδα, υπό το πρίσμα του κόσμου μας, των κανόνων μας, της ελευθερίας που ενδεχομένως χάθηκε.
Και βλέπουμε πως όσο πιο σύγχρονη γίνεται η κοινωνία, τόσο πιο επιτακτικά φαίνεται η ιστορία της: η Έντα είναι μια γυναίκα που δεν θέλησε να πεθάνει απλώς επειδή δεν την καταλαβαίνουμε – αλλά επειδή ποτέ δεν της δόθηκε πραγματικά φωνή. Και η αυτοχειρία της δεν είναι μόνο τέλος· είναι κραυγή.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο
