Τι κατέθεσε πρώην στέλεχος της υπηρεσίας
Ακόμη και μέσω της εφαρμογής Signal επιχειρήθηκε να παγιδεύσουν το κινητό της όταν δεν ανταποκρίθηκε σε επτά μηνύματα «παγίδες», κατέθεσε στη δίκη για τις υποκλοπές πρώην στέλεχος της ΕΥΠ.
Η μάρτυρας, η οποία έχει δηλώσει και παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας ως ένα από τα θύματα των τηλεφωνικών υποκλοπών, την περίοδο 2019-2021, συνέδεσε στην κατάθεσή της την παρακολούθησή της με νομικές ενέργειες σε προσωπικό και υπηρεσιακό επίπεδο, καθώς ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν μετακινηθεί σε τμήμα που δεν είχε αντικείμενο.
Η μάρτυρας, η οποία είχε εργαστεί στο παρελθόν στην αντικατασκοπεία και στη συνέχεια στο προξενείο της Τουρκίας, ενώ υπηρέτησε και ως περιφερειακός διοικητής της ΕΥΠ, μιλώντας για τα απανωτά μηνύματα που έλαβε, εκτίμησε ότι «επεδίωκαν να γίνει το ανθρώπινο λάθος κάποια στιγμή».
«Θεωρώ ότι συνδέεται με την έγκληση που είχα καταθέσει για σεξουαλική παρενόχληση. Θεωρώ ότι και η επόμενη διοίκηση ήθελε να μάθει αν είχα πρόθεση να καταγγείλω συγκάλυψη», εκτίμησε απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ενώ στη συνέχεια ανέφερε πως θεωρεί «δεν έχει ευθύνη συνολικά όλη η υπηρεσία, αλλά συγκεκριμένα πρόσωπα που μένει να τα βρει η δικαιοσύνη».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως είχαν αναφέρει ότι «η υπηρεσία προμηθεύτηκε έναν υπερκοριό που πιάνει τα πάντα και είχαν δημιουργήσει και ένα τμήμα γιατί ετοίμαζαν επιθέσεις».
Όταν δε κλήθηκε να απαντήσει πώς είχε γίνει η προμήθεια, η μάρτυρας είπε: «Το τμήμα εντός της ΕΥΠ έπρεπε να φτιάχνει το προφίλ του «στόχου» για να σταλεί το μήνυμα και να είναι εύπεπτο…. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχαν έρθει αστυνομικοί για να κάνουν αυτοί τη δουλειά. Αλλά αυτό ακουγόταν ως φήμη… Δεν θα βάλω την ΕΥΠ απέναντί μου. Για εμένα η Υπηρεσία είναι ακόμα ψηλά. Πρόκειται για συγκεκριμένο πρόσωπο».
Δεν βρέθηκαν αιτήσεις της ΕΥΠ για την τηλεφωνική παρακολούθηση Κουκάκη.
Την ίδια ώρα, στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συζητήθηκε προσφυγή του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ο οποίος είναι ένας από τους βασικούς μάρτυρες στην υπόθεση των υποκλοπών, με την οποία ζητεί, μεταξύ άλλων, να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Ο δημοσιογράφος έχει προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας να ακυρωθεί: α) η πράξη του προέδρου της ΑΔΑΕ, με την οποία πληροφορήθηκε ότι ο υπηρεσιακός φάκελος της άρσης απορρήτου των επικοινωνιών του ζητήθηκε μεν από την ΕΥΠ, αλλά δεν τέθηκε υπόψη της ΑΔΑΕ και β) η άρνηση της ΕΥΠ να θέσει υπ’ όψη της ΑΔΑΕ τον φάκελο αυτό.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, η εισηγήτρια σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσίωτη ανέφερε ότι η ΕΥΠ, σε απάντηση σχετικού αιτήματος του ΣτΕ, επισήμανε πως οι αιτήσεις της ΕΥΠ, δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν το έτος 2020 τρεις εισαγγελικές διατάξεις άρσης του απορρήτου που αφορούσαν τον εν λόγω δημοσιογράφο, «δεν ανευρέθηκαν στις σχετικές έρευνες που ακολούθησαν την ανάληψη της ηγεσίας της υπηρεσίας από την τρέχουσα διοίκηση και δεν είναι κατά συνέπεια στη διάθεσή της».
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε, μεταξύ άλλων, η απόφαση του ΣτΕ σχετικά με την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, σύμφωνα με την οποία είχε κριθεί ότι:
«Η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης των θιγομένων για την επιβολή σε βάρος τους του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται πλέον διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, ο οποίος αντίκειται στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΕΣΔΑ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής».
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.
Μαρία Ζαχαροπούλου
